αλληλογώ

αλληλογώ
(και -άω)
1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη
2. ψεύδομαι, ψευτίζω
3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο-* + -λογώ < -λόγος < λέγω. Το -η- κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α' συνθετικό αλληλο-*.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλόγημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλληλόγημα — το [αλληλογώ] 1. αλλαγή γνώμης, μεταμέλεια 2. παραμιλητό, παραλήρημα …   Dictionary of Greek

  • αλλολογάω — βλ. αλληλογώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”